ἄλογος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ἀλογώτερον — ἄλογος without masc acc comp sg ἄλογος without neut nom/voc/acc comp sg ἄλογος without adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτάτων — ἄλογος without fem gen superl pl ἄλογος without masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτέραις — ἄλογος without fem dat comp pl ἀλογωτέρᾱͅς , ἄλογος without fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτέρων — ἄλογος without fem gen comp pl ἄλογος without masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογώτατα — ἄλογος without adverbial superl ἄλογος without neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογώτατον — ἄλογος without masc acc superl sg ἄλογος without neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγω — ἄλογος without masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄλογος without masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγως — ἄλογος without adverbial ἄλογος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)